Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γάριασμα — το [γαριάζω] το λέρωμα … Dictionary of Greek
γάριασμα — το 1. κιτρίνισμα των ρούχων από κακό πλύσιμο. 2. το λίγδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)